- γρύλου
- γρύ̱λου , γρῦλοςpigmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Γρύλου — Γρύλος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρυλασπάλακας — Έντομο ορθόπτερο της οικογένειας των γρυλλοταλπιδών, που ζει σε ευρύτατες περιοχές της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, γνωστό κυρίως ως πατατοφάγος και κολοκυθοκόφτης από τους Έλληνες αγρότες. Το σώμα του φτάνει τα 6 εκ. και έχει καστανό σκούρο … Dictionary of Greek
γρύλος — ο 1. το τριζόνι: Τις νύχτες στο νησί ακούγαμε το τραγούδι του γρύλου. 2. είδος μοχλού για την ανύψωση των τροχών του αυτοκινήτου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)